αρμόνιο — το πληκτροφόρο μουσικό όργανο της τάξης των αεροφώνων με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια … Dictionary of Greek
ποδόπληκτρο — το, Ν 1. μουσ. μοχλός στο πιάνο, στο εκκλησιαστικό ὁργανο, στο αρμόνιο κ.ά. ὁργανα, που ενεργοποιείται με την κίνηση τού ποδιού 2. τεχνολ. μηχανισμός αποτελούμενος από ποδοκίνητη πλάκα που ταλαντεύεται περί οριζόντιο άξονα και από σύστημα… … Dictionary of Greek
Mikis Theodorakis — (Μίκης Θεοδωράκης) Mikis Theodorakis in 2004 Background information Born July 29, 1925 (1925 07 29) (age 86) … Wikipedia
αρμονίστας — ο ο μουσικός που παίζει επαγγελματικά αρμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως της τεχνικής ορολογίας που ανάγεται στη ρίζα *αr «συνάπτω, συναρμόζω» (πρβλ. αραρίσκω). Για τη δασύτητα της λ. βλ. λ. άρμα] … Dictionary of Greek
μεσοφωνία — και μισοφωνία, η 1. το φορητό αρμόνιο 2. (κατ επεκτ.) η φυσαρμόνικα και ιδίως αυτή που έχει και τους ενδιάμεσους φθόγγους τής φυσικής κλίμακας, το ακορντεόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Ημερολόγιον Αττικόν] … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
Ντβόρζακ, Αντονίν — (Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια… … Dictionary of Greek